λυσίκακος

From LSJ
Revision as of 14:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐκᾰκος Medium diacritics: λυσίκακος Low diacritics: λυσίκακος Capitals: ΛΥΣΙΚΑΚΟΣ
Transliteration A: lysíkakos Transliteration B: lysikakos Transliteration C: lysikakos Beta Code: lusi/kakos

English (LSJ)

ον, A ending evil, ὕπνος Thgn.476.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίκᾰκος: -ον, καταπαύων τὸ κακόν, Θέογν. 476· κ. ἀλλ. λησικ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui délivre des maux.
Étymologie: λύω, κακός.

Greek Monolingual

λυσίκακος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («λυσίκακος ὕπνος», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + κακός (πρβλ. αλεξί-κακος, αρχέ-κακος)].

Greek Monotonic

λῡσίκᾰκος: [ῐ], -ον (κακόν), αυτός που σταματάει το κακό, σε Θέογν.

Middle Liddell

λῡσί-κᾰκος, ον κακόν
ending evil, Theogn.