λοχεύτρια
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ἡ, A woman in childbed, metaph. as Adj., ἡ τοῦ ψεύδους λ. ποίησις Anon. ap. Suid. s.v. Ἀδάμ. II midwife, Sch.D Il.16.187.
Greek (Liddell-Scott)
λοχεύτρια: ἡ, ἡ λεχώ, ἡ τεκοῦσα, ἡ μήτηρ, Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ. ΙΙ. μαῖα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 187.
Greek Monolingual
λοχεύτρια, ἡ (ΑM λοχεύω
η λεχώνα
αρχ.
1. η μαία, η μαμμή
2. μτφ. (για την ποίηση) η μητέρα, η δημιουργός («ἡ τοῦ ψεύδους λοχεύτρια ποίησις», λεξ. Σούδα).