λᾶθος
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
εος, τό, Dor. for λῆθος, A = λήθη, Theoc.23.24.
Greek (Liddell-Scott)
λᾶθος: -εος, τό, Δωρ. ἀντὶ λῆθος, = λήθη, Θεόκρ. 23. 24. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 488 κἑξ., ἔνθα γίνεται λόγος καὶ περὶ τοῦ ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς λαλιᾷ λάθος.
Greek Monotonic
λᾶθος: -εως, τό, Δωρ. αντί λῆθος.