λᾶθος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
εος, τό, Dor. for λῆθος, = λήθη, Theoc.23.24.
German (Pape)
τό, dor. für λῆθος, = λήθη, Theocr. 23.24; Schol. Ap.Rh. 1.556.
Russian (Dvoretsky)
λᾶθος: τό дор. = *λῆθος и λήθη.
Greek (Liddell-Scott)
λᾶθος: -εος, τό, Δωρ. ἀντὶ λῆθος, = λήθη, Θεόκρ. 23. 24. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 488 κἑξ., ἔνθα γίνεται λόγος καὶ περὶ τοῦ ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς λαλιᾷ λάθος.
Greek Monotonic
λᾶθος: -εως, τό, Δωρ. αντί λῆθος.