μαστώδης
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ες, A = μαστοειδής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μαστώδης: -ες, = μαστοειδής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ες (Α μαστώδης, -ῶδες) μαστός
αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.