μεταδότης

From LSJ
Revision as of 15:17, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδότης Medium diacritics: μεταδότης Low diacritics: μεταδότης Capitals: ΜΕΤΑΔΟΤΗΣ
Transliteration A: metadótēs Transliteration B: metadotēs Transliteration C: metadotis Beta Code: metado/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who imparts generously, παντός Phld.Oec.p.53 J. (pl.).

Greek Monolingual

ο (Α μεταδότης, θηλ. μεταδότις μεταδίδω
νεοελλ.
1. αυτός που δίνει μέρος από κάτι δικό του ή, γενικά, μέρος από κάτι
2. αυτός που μεταδίδει ή διά του οποίου μεταδίδεται ή γίνεται γνωστό κάτι
3. μεταδοτήρας
αρχ.
αυτός που δίνει κάτι με προθυμία, ελευθέριος, γενναιόδωρος.