μοιροθεσία

From LSJ
Revision as of 15:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιροθεσία Medium diacritics: μοιροθεσία Low diacritics: μοιροθεσία Capitals: ΜΟΙΡΟΘΕΣΙΑ
Transliteration A: moirothesía Transliteration B: moirothesia Transliteration C: moirothesia Beta Code: moiroqesi/a

English (LSJ)

ἡ, (A μοῖρα 1.5) determination of degrees, Ptol.Tetr.131, Heph.Astr.2.11.

German (Pape)

[Seite 198] ἡ, Gradbestimmung, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

μοιροθεσία: ἡ, (μοῖρα Ι. 5) ὁ καθορισμὸς τῶν μοιρῶν, Πρόκλ. Παράφρ. 187.

Greek Monolingual

μοιροθεσία, ἡ (Α)
προσδιορισμός τών γεωγραφικών μοιρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο-θεσία, υιο-θεσία].