μοιροθεσία
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
ἡ, (μοῖρα 1.5) determination of degrees, Ptol.Tetr.131, Heph.Astr.2.11.
German (Pape)
[Seite 198] ἡ, Gradbestimmung, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
μοιροθεσία: ἡ, (μοῖρα Ι. 5) ὁ καθορισμὸς τῶν μοιρῶν, Πρόκλ. Παράφρ. 187.
Greek Monolingual
μοιροθεσία, ἡ (Α)
προσδιορισμός τών γεωγραφικών μοιρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομοθεσία, υιοθεσία].