μονοείδεια

From LSJ
Revision as of 15:38, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοείδεια Medium diacritics: μονοείδεια Low diacritics: μονοείδεια Capitals: ΜΟΝΟΕΙΔΕΙΑ
Transliteration A: monoeídeia Transliteration B: monoeideia Transliteration C: monoeideia Beta Code: monoei/deia

English (LSJ)

ἡ, A uniformity, S.E.M.1.117. II singularity, ib. 226.

German (Pape)

[Seite 203] ἡ, Einförmigkeit, Sext. Emp. adv. gramm. 117. 226.

Greek (Liddell-Scott)

μονοείδεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μονοειδής, τὸ ὁμοιόμορφον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 117. ΙΙ. τὸ μοναδικόν, αὐτόθι 226. ― Ἐπίρρ., μονοειδῶς, ὁμοιομόρφως, Πτολεμ. Τετράβ. 120, Σέξτ. 757, 9, κλ.

Greek Monolingual

μονοείδεια, ἡ (Α) μονοειδής
ομοιομορφία.

Russian (Dvoretsky)

μονοείδεια:
1) единообразие, однородность (sc. φθόγγου Sext.);
2) своеобразие, особенность (sc. τοῦ τρόπου Sext.).