μονόχροος

From LSJ
Revision as of 15:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχροος Medium diacritics: μονόχροος Low diacritics: μονόχροος Capitals: ΜΟΝΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: monóchroos Transliteration B: monochroos Transliteration C: monochroos Beta Code: mono/xroos

English (LSJ)

ον, contr. μονό-χρους, ουν, also μονό-χρως, ων, A of one colour, freq. in Arist., neut. sg. μονόχρουν HA 558a26, -χρων GA749a25, 786a28: in pl. always μονόχροα, HA489b15, Thphr.HP1.13.1: gen. -όων Arist.HA519a5.

German (Pape)

[Seite 206] zsgzgn μονόχρους, ουν, einfarbig, Arist. gener. an. 5, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ὡσαύτως -χρως, ων, ὁ ἔχων ἓν μόνον χρῶμα συχν. παρ’ Ἀριστ., ὅστις ἐν τῷ ἑν. ἔχει τὸ οὐδέτερ. μονόχρουν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1, -χρων, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 3., 5. 6, 9· ἐν τῷ πληθ. ἔχει ἀεὶ μονόχροα, -όων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 5, 5., 3. 12, 1, π. Ζ. Γεν. 5. 6, 1, κ. ἀλλ.· ὑπάρχει διάφ. γραφ. -χρωμος, 3. 3, 11, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 28, μονόχροιος, ἴδε τὴν λέξιν· ὡσαύτως μονοχρώμᾰτος, ον, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90D· ἐπὶ ζωγραφημάτων, Πλίν. 35. 3. Πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 468.

Russian (Dvoretsky)

μονόχροος: стяж. μονόχρους 2 Arst. = μονόχρως.