νυκτίσεμνος

From LSJ
Revision as of 16:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐσεμνος Medium diacritics: νυκτίσεμνος Low diacritics: νυκτίσεμνος Capitals: ΝΥΚΤΙΣΕΜΝΟΣ
Transliteration A: nyktísemnos Transliteration B: nyktisemnos Transliteration C: nyktisemnos Beta Code: nukti/semnos

English (LSJ)

ον, A solemnized by night, δεῖπνα A.Eu.108.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίσεμνος: ὁ ἐν νυκτὶ σεμνῶς γινόμενος, δεῖπνα Αἰσχύλ. Εὐμ. 108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à qui l’on rend un culte nocturne.
Étymologie: νύξ, σεμνός.

Greek Monolingual

νυκτίσεμνος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με σεμνότητα τη νύχτα («τὰ νυκτίσεμνα δεῑπνα ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔθυον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + σεμνός.

Greek Monotonic

νυκτίσεμνος: -ον, αυτός που εορτάζεται με σεμνό τρόπο τη νύχτα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίσεμνος: (ῐ) культ. справляемый ночью (δεῖπνα Aesch.).

Middle Liddell

solemnised by night, Aesch.