νυκτιπόλος

From LSJ
Revision as of 16:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐπόλος Medium diacritics: νυκτιπόλος Low diacritics: νυκτιπόλος Capitals: ΝΥΚΤΙΠΟΛΟΣ
Transliteration A: nyktipólos Transliteration B: nyktipolos Transliteration C: nyktipolos Beta Code: nuktipo/los

English (LSJ)

ον, (πολέω) A roaming, by night, Βάκχαι E.Ion718 (lyr.) ; ἔφοδοι, of Persephone, ib.1049 (lyr.) ; epith. of Zagreus, Id.Fr.472.11 (anap.) ; of Artemis, Corn.ND 34 : as Subst., coupled with Μάγοι, Βάκχοι, Λῆναι, Heraclit.14.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐπόλος: -ον, (πολέω) ὁ πλανώμενος διὰ νυκτός, ἐπὶ τῶν βακχευόντων, Εὐρ. Ἴων 718, 1049, κτλ.· οὕτω, νυκτῐπόλευτος, ον, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tourne, s’agite ou évolue pendant la nuit.
Étymologie: νύξ, πολέω.

Greek Monolingual

νυκτιπόλος, -ον (Α)
1. (ιδίως για οπαδούς του Βάκχου) αυτός που περιπλανάται κατά τη διάρκεια της νύχτας
2. (το αρσ. και το θηλ.) προσωνυμία της Περσεφόνης, της Εκάτης, του Διονύσου και της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. μαντι-πόλος.

Greek Monotonic

νυκτῐπόλος: -ον (πολέω), αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα, λέγεται για τους οργιαστές θιασώτες του Βάκχου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτῐπόλος:
1) странствующий по ночам (Βάκχαι Eur.);
2) ночной (ἔφοδοι Eur.).

Middle Liddell

νυκτῐ-πόλος, ον, πολέω
roaming by night, Eur.