τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
Full diacritics: πέσμα | Medium diacritics: πέσμα | Low diacritics: πέσμα | Capitals: ΠΕΣΜΑ |
Transliteration A: pésma | Transliteration B: pesma | Transliteration C: pesma | Beta Code: pe/sma |
A = πεῖσμα 3, Hsch.
[Seite 603] τό, = πεῖσμα, Hesych.
πέσμα: τό, ἴδε πεῖσμα Ι. 2.
τὸ, Α
ο μίσχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το πείσμα (II)].