παλιντυχής

From LSJ
Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντῠχής Medium diacritics: παλιντυχής Low diacritics: παλιντυχής Capitals: ΠΑΛΙΝΤΥΧΗΣ
Transliteration A: palintychḗs Transliteration B: palintychēs Transliteration C: palintychis Beta Code: palintuxh/s

English (LSJ)

ές, A with a reverse of fortune, τριβὰ βίου A.Ag.464 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντῠχής: -ές, ἔχων ἐναντίαν τὴν τύχην, δυστυχής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 464.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont la fortune a subi des vicissitudes, infortuné.
Étymologie: πάλιν, τύχη.

Greek Monolingual

παλιντυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ευ-τυχής].

Greek Monotonic

πᾰλιντῠχής: -ές (τύχη), αυτός που έχει αντίθετη τύχη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντῠχής: полный превратностей, несчастный (τριβὰ βίου Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιντυχής -ές [πάλιν, τύχη] met een ommekeer van het lot, ongelukkig.

Middle Liddell

πᾰλιν-τῠχής, ές τύχη
with a reverse of fortune, Aesch.