παραμάχαιρον
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
[μᾰ], τό, A side-dagger, colloquial word, Eust.413.39.
German (Pape)
[Seite 489] τό, dasselbe, Eust. 413, 39.
Greek (Liddell-Scott)
παραμάχαιρον: τό, πρόχειρον μικρὸν ἐγχειρίδιον τῆς ζώνης, Εὐστ. 413.39· παραμαχαιρίδιον: «ἀκινάκης: ἔστι δὲ ἐγχειρίδιον βαρβαρικὸν ὅ φασιν οἱ Ἕλληνες παραμαχαιρίδιον» Φαβωρῖν. κτλ.