παρατειχίζω
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
A fortify besides, τὰς Ἀθήνας Philostr.Ep.39.
German (Pape)
[Seite 502] daneben, dabei eine Mauer, Burg od. Feste aufführen, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
παρατειχίζω: τειχίζω ἐπὶ πλέον, τὰς Ἀθήνας Φιλόστρ. Ἐπιστ. 37 (= 70, σ. 948).
Greek Monolingual
ΝΜ
1. (μτβ.) περιβάλλω κάτι με τείχος, κτίζω τείχος πλησίον άλλου καί παράλληλα πρός αυτό
2. (αμτβ.) ιδρύω τείχος.