παρετάζω
From LSJ
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
English (LSJ)
A put beside and compare, Hsch. IIapprove, ὅτινι ἂμ μὴ… παρετάξωνσι ὁμοθυμαδόν IG5(2).6.28 (Tegea, iv B. C.). 2Med., aor. part. παρηεταξάμενος, c. acc., after obtaining the consent of, ib.3.20 (ibid.). (Perh. from πάρ (h) ετος (παρίημι) 'regard as admissible'.)
German (Pape)
[Seite 519] danebenstellen und vergleichen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
παρετάζω: ἐξετάζω τι συγκρίνων αὐτὸ πρὸς ἄλλο, παραβάλλω, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
1. (Κατά τον Ησύχ.) εξετάζω κάτι συγκρίνοντας το με κάτι άλλο, παραβάλλω
2. θεωρώ κάτι ως αποδεκτό, επιδοκιμάζω
3. μέσ. παρετάζομαι
πετυχαίνω τη συγκατάθεση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐτάζω «εξετάζω, ερευνώ»].