πειθοδικαιόσυνος

From LSJ
Revision as of 19:43, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθοδῐκαιόσῠνος Medium diacritics: πειθοδικαιόσυνος Low diacritics: πειθοδικαιόσυνος Capitals: ΠΕΙΘΟΔΙΚΑΙΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: peithodikaiósynos Transliteration B: peithodikaiosynos Transliteration C: peithodikaiosynos Beta Code: peiqodikaio/sunos

English (LSJ)

ον, A pleading the cause of justice or obedient to justice, PMag.Lond.46.403.

Spanish

defensor de la causa de la justicia

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πείθεται, που υπακούει και πειθαρχεί στο έργο της δικαιοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + δικαιοσύνη.