περικρεμής

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρεμής Medium diacritics: περικρεμής Low diacritics: περικρεμής Capitals: ΠΕΡΙΚΡΕΜΗΣ
Transliteration A: perikremḗs Transliteration B: perikremēs Transliteration C: perikremis Beta Code: perikremh/s

English (LSJ)

ές, A hanging, cj. for περικρατές in Opp.H.4.541. II c. dat., hung round with, ἀγάλμασι Luc.Trag.142.

German (Pape)

[Seite 581] ές, darum od. daran hangend, ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι, Luc. Tragodop. 141, ein Tempel, in welchem Geschenke aufgehängt sind.

Greek (Liddell-Scott)

περικρεμής: -ές, ἔχων κρεμάμενα ὁλόγυρα …, ἀναθήμασι Λουκ. Τραγῳδοποδ. 141.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rempli de choses suspendues.
Étymologie: περί, κρεμάννυμι.

Greek Monolingual

-ές, Α περικρεμάννυμι
1. αναρτημένος γύρω από κάτι
2. αυτός που έχει κάτι κρεμασμένο γύρω γύρω («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», Λουκιαν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικρεμής -ές [περί, κρεμάννυμι] volgehangen met, behangen met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

περικρεμής: кругом увешанный (ναὸς π. ἀναθήμασι Luc.).