πλέγδην

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλέγδην Medium diacritics: πλέγδην Low diacritics: πλέγδην Capitals: ΠΛΕΓΔΗΝ
Transliteration A: plégdēn Transliteration B: plegdēn Transliteration C: plegdin Beta Code: ple/gdhn

English (LSJ)

Adv. A entwined, APl.4.196 (Alc. Mess.), Opp.H.2.317.

German (Pape)

[Seite 628] adv., flechtweis, Opp. Hal. 2, 317.

Greek (Liddell-Scott)

πλέγδην: Ἐπίρρ., συμπεπλεγμένως, ἐμπεπλεγμένως, Ὀππ. Ἁλ. 2. 317, Ἀνθ. Πλαν. 196.

French (Bailly abrégé)

adv.
en entrelaçant.
Étymologie: πλέκω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με συμπλοκή, μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῑρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ' αὐχένος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (με τροπή του -κ- σε -γ- αφομοιωτικά προς το -δ-), πρβλ. αρπάγ-δην].

Greek Monotonic

πλέγδην: (πλέκω), επίρρ., πολύπλοκα περιπλεγμένα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πλέκω
adv. entwined, entangled, Anth.