ποθέσπερος

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθέσπερος Medium diacritics: ποθέσπερος Low diacritics: ποθέσπερος Capitals: ΠΟΘΕΣΠΕΡΟΣ
Transliteration A: pothésperos Transliteration B: pothesperos Transliteration C: pothesperos Beta Code: poqe/speros

English (LSJ)

A v. προσέσπερος.

German (Pape)

[Seite 644] dor. statt προσέσπερος; τὰ ποθέσπερα, als adv., gegen Abend, Abends, Theocr. 4, 3. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ποθέσπερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ προσέσπερος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) προσέσπερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. αν-έσπερος, εφ-έσπερος), με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].

Greek Monotonic

ποθέσπερος: -ον, Δωρ. αντί προσέσπερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποθέσπερος zie προσέσπερος.