ποικιλοτέχνης

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλοτέχνης Medium diacritics: ποικιλοτέχνης Low diacritics: ποικιλοτέχνης Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: poikilotéchnēs Transliteration B: poikilotechnēs Transliteration C: poikilotechnis Beta Code: poikilote/xnhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A skilled in various arts, Tryph. 536.

German (Pape)

[Seite 650] ὁ, der mannichfach Kunstreiche; Tryphiod. 536 nennt so die Bienen.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλοτέχνης: -ου, ὁ πεπειραμένος, δεξιὸς εἰς ποικίλας τέχνας, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 536.

Greek Monolingual

ὁ, Α
έμπειρος, ικανός σε ποικίλες τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -τέχνης (< τέχνη), πρβλ. αριστο-τέχνης].