πολύοζος

From LSJ
Revision as of 21:07, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύοζος Medium diacritics: πολύοζος Low diacritics: πολύοζος Capitals: ΠΟΛΥΟΖΟΣ
Transliteration A: polýozos Transliteration B: polyozos Transliteration C: polyozos Beta Code: polu/ozos

English (LSJ)

ον, A with many branches, φλέβες Diog.Apoll.6; of trees, Thphr.HP 3.13.3,7.2.8: Comp., κλάδοι ib.1.8.5.

German (Pape)

[Seite 667] vielzweigig; Theophr.; auch φλέβες, Arist. H. A. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολύοζος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλάδους, φλέβες Διογεν. Ἀπολλ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 8· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 3., 7. 2, 8.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς όζους, πολλά κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. ά-οζος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύοζος -ον [πολύς, ὄζος] met veel vertakkingen:. φλέβες... πολύοζοι aderen met veel vertakkingen Diog. Apoll. B 6.

Russian (Dvoretsky)

πολύοζος: сильно ветвящийся, разветвленный (φλέβες Arst.).