προεκκόπτω

From LSJ
Revision as of 21:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκκόπτω Medium diacritics: προεκκόπτω Low diacritics: προεκκόπτω Capitals: ΠΡΟΕΚΚΟΠΤΩ
Transliteration A: proekkóptō Transliteration B: proekkoptō Transliteration C: proekkopto Beta Code: proekko/ptw

English (LSJ)

A excise first, τοὺς σπονδύλους Gal.2.682:—Pass., ib.702. II destroy first, Lib.Or.39.15.

German (Pape)

[Seite 718] vorher herausschlagen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκόπτω: ἐκβάλλω διὰ κτυπήματος πρότερον, Γαλην. τ. 2, σ. 683, 1, ὁ αὐτ., αὐτόθι 682, 6, κτλ.

Greek Monolingual

Α
1. κόβω κάτι πέρα ώς πέρα
2. (σχετικά με οστό) εξάγω, βγάζω με χτύπημα προηγουμένως («προεκκόπτων τοὺς σπονδύλους», Γαλ.)
3. κατακόβω, καταστρέφω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκόπτω «κόβω και αφαιρώ»].