πυρίδαπτος

From LSJ
Revision as of 22:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐδαπτος Medium diacritics: πυρίδαπτος Low diacritics: πυρίδαπτος Capitals: ΠΥΡΙΔΑΠΤΟΣ
Transliteration A: pyrídaptos Transliteration B: pyridaptos Transliteration C: pyridaptos Beta Code: puri/daptos

English (LSJ)

ον, (δάπτω) A devoured by fire, A.Eu.1041 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 822] vom Feuer verzehrt, λαμπάς, Aesch. Eum. 993.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίδαπτος: -ον, (δάπτω) ὁ ὑπὸ τοῦ πυρὸς καταναλωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1041.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
consumé par le feu.
Étymologie: πῦρ, δάπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταναλώθηκε από τη φωτιά («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ' ὁδόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + -δαπτος (< δάπτω «καταβροχθίζω»), πρβλ. Ηφαιστό-δαπτος].

Greek Monotonic

πῠρίδαπτος: -ον (δάπτω), αυτός που καταστρέφεται από τη φωτιά, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίδαπτος -ον [πῦρ, δάπτω] door vuur verteerd.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίδαπτος: (ῐ) пожираемый огнем (λαμπάς Aesch.).

Middle Liddell

πῠρί-δαπτος, ον, δάπτω
devoured by fire, Aesch.