στιλβότης

From LSJ
Revision as of 09:43, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στιλβότης Medium diacritics: στιλβότης Low diacritics: στιλβότης Capitals: ΣΤΙΛΒΟΤΗΣ
Transliteration A: stilbótēs Transliteration B: stilbotēs Transliteration C: stilvotis Beta Code: stilbo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A v.l. for στιλπνότης, Plu.Alex.57.

German (Pape)

[Seite 943] ητος, ἡ, = στιλπνότης, Plut. Alex. 57.

Greek (Liddell-Scott)

στιλβότης: -ητος, ἡ, = στιλπνότης, Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
éclat.
Étymologie: στιλβός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ στιλβός
η ιδιότητα του στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.).

Russian (Dvoretsky)

στιλβότης: ητος ἡ блеск (ἐλαίου Plut.).