συγκαλυπτός

From LSJ
Revision as of 09:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκᾰλυπτός Medium diacritics: συγκαλυπτός Low diacritics: συγκαλυπτός Capitals: ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: synkalyptós Transliteration B: synkalyptos Transliteration C: sygkalyptos Beta Code: sugkalupto/s

English (LSJ)

ή, όν, A wrapped up, κνίσῃ κῶλα σ. ib.496.

German (Pape)

[Seite 964] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰλυπτός: -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de συγκαλύπτω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.

Greek Monotonic

συγκαλυπτός: -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συγκᾰλυπτός: [adj. verb. к συγκαλύπτω окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] helemaal bedekt of omhuld.

Middle Liddell

συγκᾰλυπτός, ή, όν
wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω]