συμβατήριος

From LSJ
Revision as of 10:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Menander, Sententiae, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβᾰτήριος Medium diacritics: συμβατήριος Low diacritics: συμβατήριος Capitals: ΣΥΜΒΑΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: symbatḗrios Transliteration B: symbatērios Transliteration C: symvatirios Beta Code: sumbath/rios

English (LSJ)

ον, = sq., A λόγοι Th.5.76, D.H.2.45, al.; σπονδαί Ph.1.390, al.

German (Pape)

[Seite 978] = Folgdm, λόγοι, Thuc. 5, 76.

Greek (Liddell-Scott)

συμβᾰτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., λόγοι Θουκ. 5. 76, Διον. Ἁλ. 2. 45, κ. ἀλλ.· σπονδαὶ Φίλων 1. 392, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conciliant.
Étymologie: συμβαίνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].

Greek Monotonic

συμβᾰτήριος: -ον, = το επόμ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμβᾰτήριος: примирительный, направленный к соглашению (λόγοι Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβατήριος -ον [συμβαίνω] tot een overeenkomst leidend, verzoenend.