τεσσαρακαιεικοσίπους

From LSJ
Revision as of 12:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

English (LSJ)

[σῐ], πουν, gen. ποδος, in form τεττ-, A twenty-four feet long, IG12.373.62.

Greek Monolingual

και αττ. τ. τετταρακαιεικοσίπους, -ουν, Α
αυτός που έχει μήκος είκοσι τεσσάρων ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρα + καί + εἴκοσι + πούς «πόδι»].