τινακτοπήληξ
From LSJ
English (LSJ)
ηκος, ὁ, ἡ, A shaking the helmet or crest, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1117] ηκος, den Helm oder den Helmbusch schüttelnd, Hesych. erkl. σεισόλοφος.
Greek (Liddell-Scott)
τῐνακτοπήληξ: ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ηκος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που σείει το λοφίο της περικεφαλαίας του, σεισόλοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω (πρβλ. τινάκτρια, τινάκτωρ) + πήληξ, -ηκος «περικεφαλαία»].