φορμοφόρος
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
(parox.), ὁ, A porter, Epicur.Fr.172: οἱ φ., name of a play by Hermippus.
German (Pape)
[Seite 1300] Körbe, Matten, Decken, Holzbündel tragend; D. L. 9, 8,14; Ath. 354 c.
Greek (Liddell-Scott)
φορμοφόρος: ὁ, ἀχθοφόρος, Διογ. Λ. 9. 53, Ἀθήν. 354C· οἱ φορμοφόροι, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἑρμίππου.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων
2. ως κύριο όν. Φορμοφόροι
τίτλος κωμωδίας του Ερμίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + -φόρος].
Russian (Dvoretsky)
φορμοφόρος: ὁ носильщик Diog. L.