φορικός
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ή, όν, (φόρος) A rendered as tribute, σῖτος PPetr.2p.62 (iii B. C.); ὄλυρα PTeb.823.11 (ii B. C.); neut. pl. φορικά POxy.807 (i B. C./ i A. D.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φόρος
1. αυτός που παρέχεται ως φόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τo φορικόν
(στην Αίγυπτο) είδος φόρου.