χαμαίκισσος
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
ὁ, A ground-ivy, Glechoma hederacea, Dsc.4.125, Plin.HN24.135. II = ἰχθυοθήρα, ib.25.116. 2 = κισσός, ib.16.152.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίκισσος: ὁ, κισσός ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἐξαπλούμενος, Διοσκ. 4. 126, Πλίν. 16. 62, κτλ. ΙΙ. εἶδος κυκλαμίνου ὁ αὐτ. 25. 69.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
βοτ.
1. είδος κισσού που απλώνεται στο έδαφος
2. είδος κυκλάμινου
3. το φυτό γλήχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + κισσός.