χαμαίπιτυς

From LSJ
Revision as of 15:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίπῐτυς Medium diacritics: χαμαίπιτυς Low diacritics: χαμαίπιτυς Capitals: ΧΑΜΑΙΠΙΤΥΣ
Transliteration A: chamaípitys Transliteration B: chamaipitys Transliteration C: chamaipitys Beta Code: xamai/pitus

English (LSJ)

ῠος, ἡ, A ground-pine, Ajuga Chamaepitys, Nic.Al.56, Apollod. ap. Ath.15.681d, Dsc.3.158, Plin.HN24.29. 2 mountain germander, Teucrium montanum, Dsc. l. c., Plin. l.c. 3 herbivy, Ajuga Iva, Dsc. and Plin. ll.cc. 4 = ὑπερικόν, Dsc.3.154. 5 = μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.4.144:—hence χᾰμαιπῐτύϊνος οἶνος wine flavoured with one of these plants, Dsc.5.70.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίπῐτυς: -υος, ἡ, ἡ χαμαὶ φυομένη πίτυς, καλοῦνται δὲ οὕτω τρία εἴδη φυτῶν: 1) Aj…g ἢ Teucrium Iva, χρησιμεύουσα εἰς παρασκευὴν ἀμβλωθριδίου φαρμάκου. 2) μικρότερον εἶδος, T. chamaepitus. 3) T…ps udochamaepitus· - ἴδε Διοσκ. 3. 175, Πλίν. 24. 20· - χᾰμαιπῐτύϊνος οἶνος, παρεσκευασμένος διά τινος τῶν φυτῶν τούτων, Διοσκ. 5. 80.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
ive ou ivette, plante.
Étymologie: χαμαί, πίτυς.

Greek Monolingual

-ίτυος, ἡ, Α
ονομασία διαφόρων ειδών ποωδών φυτών, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες δωδεκάνθι, λιβανόχορτα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + πίτυς.