χειρομύλη

From LSJ
Revision as of 15:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρομύλη Medium diacritics: χειρομύλη Low diacritics: χειρομύλη Capitals: ΧΕΙΡΟΜΥΛΗ
Transliteration A: cheiromýlē Transliteration B: cheiromylē Transliteration C: cheiromyli Beta Code: xeiromu/lh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, A hand-mill, X.Cyr.6.2.31.

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, = Folgdm, Xen. Cyr. 6, 2,31.

Greek (Liddell-Scott)

χειρομύλη: ἡ, «χειρόμυλος», μύλος τῇ χειρὶ στρεφόμενος, Ξέν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 31· χειρόμῠλον, τό, Γλωσσ.· καὶ χειρομύλων, ωνος, ὁ, Διοσκ. 5. 103.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
moulin à bras.
Étymologie: χείρ, μύλη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
χειρόμυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μύλη.

Greek Monotonic

χειρομύλη: [ῠ], ἡ, χειροκίνητος μύλος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χειρομύλη: (ῠ) ἡ ручная мельница Xen.

Middle Liddell

χειρο-μύλη, ἡ,
a hand-mill, Xen.