χρυσεργός
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
όν, A making or producing gold, Lyc.1352.
German (Pape)
[Seite 1380] Gold machend, Πακτωλοῦ ποτά Lycophr. 1352.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, Λυκόφρων 1352· πρβλ. λινεργός.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που παράγει χρυσό («χρυσεργὰ Πακτωλοῡ ποτά», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. φιλ-εργός].