ψυδρός
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
ά, όν, A = ψευδής, lying, untrue, Thgn.122 cod.A (v.l. ψυδνός), Lyc.235, 1219.
German (Pape)
[Seite 1402] = ψευδής, lügenhaft, falsch, φήμη, μηχαναί, Lycophr. 235. 1219.
Greek (Liddell-Scott)
ψυδρός: -ά, -όν, = ψευδής, Λυκόφρ. 235, 1219· πρβλ. Ruhnk E. Cr. 215· ἴδε ἐν λ. ψυδνός.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
menteur, mensonger.
Étymologie: ψεύδω.
Greek Monolingual
-ά, -όν, ΜΑ
ψευδής, ψεύτικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ψυδ- του ψεύδομαι + επίθημα -ρός (πρβλ. φαιδ-ρός)].