ἀκτινοβόλος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον, A sending forth rays, δέσποτα Sammelb.4127 (Talmis).
Spanish (DGE)
-ον
que lanza rayos δέσποτα del dios Mandulis IMEG 166.1 (Talmis, imper.), ἀστραπαί Melit.Fr.8b.24
•como n. de un caballo SEG 8.213.26 (Berito II/III d.C.).
Greek Monolingual
-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α ἀκτινοβόλος, -ον)
αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει γύρω του λάμψη, φωτοβόλος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς (-ίνα) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκτινοβολία.