ἀμάλλιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, A = ἀμαλλεῖον, Hsch., Eust.1162.29.
German (Pape)
[Seite 115] τό, das Bindseil zum Garbenbinden, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμάλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄμαλλα, Εὐστ. 1162. 29, «σχοινίον ἐν ᾧ δεσμεύουσι τὰς ἀμάλλας, τὸ νῦν οὐλόδετον», Ἐτυμ. Μ. 76. 6, ἐν λέξει ἀμαλλεύει.