ἀμφιστέλλομαι

From LSJ
Revision as of 17:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιστέλλομαι Medium diacritics: ἀμφιστέλλομαι Low diacritics: αμφιστέλλομαι Capitals: ΑΜΦΙΣΤΕΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: amphistéllomai Transliteration B: amphistellomai Transliteration C: amfistellomai Beta Code: a)mfiste/llomai

English (LSJ)

Med., A fold round oneself, deck oneself in, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένη Theoc.2.74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιστέλλομαι: μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74.

French (Bailly abrégé)

se revêtir de, acc..
Étymologie: ἀμφί, στέλλω.

Spanish (DGE)

envolverse en, vestirse ἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα Theoc.2.74.

Greek Monolingual

ἀμφιστέλλομαι (Α)
περιβάλλομαι, ντύνομαι, στολίζομαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + στέλλω.

Greek Monotonic

ἀμφιστέλλομαι: Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιστέλλομαι: окутываться: χιτῶνα ἀμφιστειλαμένα Theocr. одетая в хитон.

Middle Liddell


Mid. to fold round oneself, c. acc., Theocr.