ἀνήσυχος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A inquietus, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήσυχος: -ον, ὁ μὴ ἥσυχος, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ον
que no descansa Nil.M.79.1109B
•inquietus, Gloss.2.227.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνήσυχος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται σε ψυχική ταραχή, αγωνία
2. αυτός που δεν ησυχάζει ποτέ, αεικίνητος
3. άτακτος
4. αυτός που βρίσκεται σε σωματική αγωνία από κάποια αρρώστια
5. πολυπράγμων, αυτός που έχει διαρκώς πνευματικές ή μεταφυσικές αναζητήσεις, ανικανοποίητος.