ἀμβολίη
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ, poet. for ἀναβολή, A delay, A.R.3.144: c. gen., 4.396, Nonn.D.38.12, al.
German (Pape)
[Seite 119] ἡ (ἀναβάλλω), Aufschub, Zögerung, Ap. Rh. 3, 143; Strat. 16 (XII, 21); öfter Anthol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβολίη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀναβολία, ἀναβολή, ἀργοπορία, Ἀπολλ. Ρόδ. καὶ μεταγεν. Ἐπ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
retraso A.R.3.144, Epic.Alex.Adesp.2.74
•c. gen. δηιοτῆτος A.R.4.396, κυδοιμοῦ Nonn.D.38.12.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβολίη: ἡ откладывание, отсрочка: ἀμβολίαισι ζευγνύναι ἀμβολίας Anth. делать отсрочку за отсрочкой.