ἀνθυποχώρησις
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
εως, ἡ, A retiring in turn, εἰς τὸ ἐκτός Plu.2.903d.
German (Pape)
[Seite 236] ἡ, gegenseitiges Zurückweichen, Plut. plac. phil. 4, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυποχώρησις: -εως, ἡ, ἡ ἀμοιβαία ὑποχώρησις, τῇ εἰς τὸ ἐντὸς ἀνθυποχωρήσει Πλούτ. 2. 903D.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de retirarse a su vezεἰς τὸ ἐντός Plu.2.903d.
Greek Monolingual
ἀνθυποχώρησις, η (Α)
αμοιβαία υποχώρηση.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυποχώρησις: εως ἡ обратное движение, возвращение (εἰς τὸ ἐντός Plut.).