ἀντιπάλλομαι
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
A rehound, Cass.Pr.26, Eust.948.12.
German (Pape)
[Seite 256] zurückprallen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπάλλομαι: παθ., τινάσσομαι ὀπίσω, ἀναπηδῶ ἐκ τοὐπίσω, Κασσ. Προβλ. 26, Εὐστ. 948. 12.
Spanish (DGE)
rebotar Cass.Pr.26, Eust.948.12.
Greek Monolingual
ἀντιπάλλομαι (Μ)
τινάζομαι προς τα πίσω, αναπηδώ.