ἀντιχόρηγος
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
ὁ, A rival choragus, And.4.20, D.21.59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχόρηγος: ὁ, ἀντίπαλος χορηγός, Ἀνδοκ. 31. 36, Δημ. 533. 14· πρβλ. Οὐολφίου Δημ. πρὸς Λεπτ. σ. XCI.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chorège rival.
Étymologie: ἀντί, χορηγός.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ corego rival And.4.20, D.21.59.
Greek Monolingual
ἀντιχόρηγος, ο (Α)
αντίπαλος χορηγός.
Greek Monotonic
ἀντιχόρηγος: ὁ, αντίπαλος χορηγός, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιχόρηγος: ὁ хорег-соперник (τινι Dem.).