ἀπεικότως
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ἀπεικώς, A v. ἀπέοικα.
German (Pape)
[Seite 283] unpassend. ungebührlich, mit Unrecht, ἔχειν τι Thuc, 1, 73; οὐκ ἀπ., natürlich, 2, 8. 8, 68, s. ἀπέοικα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεικότως: ἀπεικώς, ἴδε ἐν λ. ἀπεοικώς.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sans vraisemblance;
2 sans raison, à tort.
Étymologie: ἀπεικώς.
Spanish (DGE)
v. ἀπέοικα.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεικότως: неправильно, несправедливо: οὐκ ἀ. Thuc., Plut. не без оснований, по справедливости, вполне естественно.