ἀπορησία
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
English (LSJ)
ἡ, A = ἀπορία, Eub. 141:—also ἀπόρ-ησις, εως, ἡ, Thphr.Od.12.
German (Pape)
[Seite 321] ἡ, = ἀπορία, ἡ, Eubul. B. A. p. 433.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορησία: ἡ, = ἀπορία, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 22: ὡσαύτως, ἀπόρησις, εως, ἡ, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 12.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀπορηhία BE 1976.267 (Esparta III a.C.?)
escasez, falta, carencia de agua BE l.c., cf. Eub.139.