ἀπόσκοπος

From LSJ
Revision as of 21:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσκοπος Medium diacritics: ἀπόσκοπος Low diacritics: απόσκοπος Capitals: ΑΠΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: apóskopos Transliteration B: aposkopos Transliteration C: aposkopos Beta Code: a)po/skopos

English (LSJ)

ον, A erring from the mark, οὐκ . . ἀ. οὐδ' ἀδαήμων Emp.62.3. II beholding from afar, Hsch.

German (Pape)

[Seite 325] 1) von fern, od. von obenher betrachtend, spähend, Empedocl. 197. – 2) das Ziel verfehlend, unzweckmäßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσκοπος: -ον, ὁ ἁμαρτάνων τοῦ σκοποῦ, οὐ γὰρ μῦθος ἀπόσκοπος οὐδ’ ἀδαήμων Ἐμπεδ. 197. ΙΙ. «ἀπόσκοπος· ἄνωθεν σκοπῶν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui manque le but.
Étymologie: ἀπό, σκοπός.

Spanish (DGE)

-ον
1 apartado del blanco οὐ γὰρ μῦθος ἀπόσκοπος οὐδ' ἀδαήμων Emp.B 62.3.
2 que observa desde lejos Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀπόσκοπος, -ον)
νεοελλ.
ο ιδιόρρυθμος
μσν.
αυτός που σημαδεύει από ψηλά
αρχ.
εκείνος που δεν πετυχαίνει τον στόχο.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόσκοπος: Emped. = ἀποσκόπιος.