ἁλίευμα

From LSJ
Revision as of 23:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίευμα Medium diacritics: ἁλίευμα Low diacritics: αλίευμα Capitals: ΑΛΙΕΥΜΑ
Transliteration A: halíeuma Transliteration B: halieuma Transliteration C: alievma Beta Code: a(li/euma

English (LSJ)

ατος, τό, A draught of fish, Str.11.2.4.

German (Pape)

[Seite 96] τό, Fischfang, Strabo. XI p. 493.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίευμα: -ατος, τὸ, (ἁλιεύω) ἄγρα ἰχθύων, Στράβ. 493.

Spanish (DGE)

-ματος, τό pesca Str.11.2.4.

Greek Monolingual

το (Α ἁλίευμα) ἁλιεύω
νεοελλ.
1. το προϊόν της αλιείας
2. το σύνολο τών ψαριών ή θαλάσσιων προϊόντων που αλιεύτηκαν
αρχ.
η αλιεία, το ψάρεμα.