ἐκλεικτόν

From LSJ
Revision as of 12:20, 25 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλεικτόν Medium diacritics: ἐκλεικτόν Low diacritics: εκλεικτόν Capitals: ΕΚΛΕΙΚΤΟΝ
Transliteration A: ekleiktón Transliteration B: ekleikton Transliteration C: ekleikton Beta Code: e)kleikto/n

English (LSJ)

τό,    A = ἔκλειγμα, Hp.l.c., Dsc.4.185.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλεικτόν: τό, φάρμακον ὅπερ δύναταί τις νὰ λείχῃ, ἢ ὅπερ τιθέμενον εἰς τὸ στόμα διαλύεται, «ματζοῦνι», Λατ. ecligma, electuarium, Ἱππ. 401. 45, Διοσκ. 2. 125· - ἐκλεικτικός, ή, όν, ὁ χρησιμεύων ὡς ἐκλεικτόν, Ἱππ. 401. 41· - ὡσαύτως ἔκλειγμα, τό, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 5, κτλ.

Greek Monolingual

ἐκλεικτόν, το (AM)
έκλειγμα.